χαμαιλεχής

χαμαιλεχής
-ές, Α
χαμαιεύνης*, χαμαικοίτης*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)-* + -λεχής (< λέχος «κρεβάτι»), πρβλ. κοινο-λεχής, ὀρει-λεχής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χαμαιλεχέος — χαμαιλεχής on the ground masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέχος — λέχος, τὸ (Α) 1. ανάκλιντρο, κλίνη, κρεβάτι («Ζεὺς δὲ πρὸς ὃν λέχος ἤι», Ομ. Ιλ.) 2. συζυγική κλίνη και, κατ επέκταση, ο γάμος (α. «λέχος δ ᾔσχυνε», Ομ. Οδ. β. «ἰὼ λέχος καὶ στίβοι φιλάνορες», Αισχύλ) 3. η σύζυγος («λέχος γαμήλιον», Αριστοφ.) 4.… …   Dictionary of Greek

  • χαμ(αι)- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα χαμαί* και δηλώνει ότι κάτι υπάρχει, βρίσκεται ή γίνεται κάτω, στο έδαφος, καταγής, χαμηλά (πρβλ. χαμαι βάμων, χαμ ερπής), χρησιμοποιήθηκε, όμως, και… …   Dictionary of Greek

  • ԳԵՏՆԱՏԱՐԱԾ — ( ) NBH 1 0541 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c ա. χαμαικληνής, χαμαιλεχής humi prostratus Ի մերկ գետին տարածեալ, կամ ընկողմանեալ. գետնախշտի. *Փոխանակ անկողնոց գետնատարածք լինէին. Փարպ.: Եւ իբր Գետնանախանձ. *Կէսք ʼի ծառոց …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”